Σελίδες

6/3/17

Σχολικός Εκφοβισμός, Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Σχολικού Εκφοβισμού


  Όση ανάγκη έχει ένα φυτό από νερό, άλλη τόση έχει και το
 παιδί από ενθάρρυνση.
R.Dreikurs
Οι πρώτες έρευνες που αφορούσαν τον σχολικό εκφοβισμό έγιναν στη δεκαετία του '70. Συγκεκριμένα, η πρώτη έρευνα έγινε απο τον Σκαδιναβο Dan Olweus (1978) στη Σουηδία. Το φαινόμενο φαίνεται να εξαπλώνεται όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο : ΗΠΑ, Αυστραλία, Ιαπωνία, Κορέα και οι τελευταίες έρευνες αφορούν χώρες της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής.
Στη χώρα μας το φαινόμενο αυτό ξεκίνησε από τις αρχές του 2000 να προσελκύει το ενδιαφέρον των επιστημόνων και έκτοτε γίνεται αντιληπτό ως κοινωνικό πρόβλημα. Για τον σχολικό εκφοβισμό έχει δοθεί από την επιστημονική κοινότητα ένα πλήθος ορισμών, που φαίνεται να συγκλίνουν στην άποψη ότι ως σχολικός εκφοβισμός ορίζεται η επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά σε βάρος ενός μαθητή από έναν ή περισσότερους μαθητές με σκοπό την πρόκληση σωματικού, συναισθηματικού ή ψυχικού πόνου.

Οι περισσότερες έρευνες αναφέρουν ασυμμετρία δύναμης (είτε σωματική είτε ψυχολογική) μεταξύ δράστη και θύματος. Ωστόσο, είναι δύσκολο να μιλάμε για ασυμμετρία δύναμης σε τέτοιες ηλικιακές ομάδες.Έτσι, οι αναφορές που τονίζουν ότι είναι πιθανό τα άτομα να διαφέρουν ως προς τη σωματική δύναμη και να εμφανίζουν ασυμμετρία σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά εννοούν το εξής:

· σωματικές διαφορές, δηλ. ο δράστης είναι ψηλότερος, σωματώδης, μεγαλύτερης ηλικίας, και
·  ψυχολογικές διαφορές, δηλ. ο δράστης είναι πιο επιθετικός, βίαιος, πιο ανταγωνιστικός από το θύμα ¨ το θύμα, σε αντίθεση, είναι άτομο πιο ανασφαλή και μη διεκδικητικό.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν κανόνα και δεν είναι λίγες οι φορές που συναντάμε δράστες με άλλα χαρακτηριστικά και θύματα με χαρακτηριστικά δράστη (π.χ ψηλότερος).  Επίσης, εν πάση περιπτώσει, με το πέρασμα του χρόνου, η ασυμμετρία στην εξουσία μπορεί να αλλάξει, καθώς τα υποψήφια θύματα μπορεί να τα καταφέρουν να αποκτήσουν τα μέσα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ή υποψήφιοι δράστες να χάσουν τους υποστηρικτές τους.


Ο σχολικός εκφοβισμός ενέχει προγραμματισμένη δράση και στοχεύει να πληγώσει το θύμα που στις περισσότερες των περιπτώσεων δυσκολεύεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του (Olweus, 1993). Επίσης, δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα (αντίθετα μία διαμάχη/αντιπαράθεση/λογομαχία μεταξύ μαθητών  μπορεί να εξηγηθεί).

Ο σχολικός εκφοβισμός εξελίσσεται με διάφορους τρόπους και μέσα. Τα περιστατικά του εκφοβισμού που συναντάμε πιο συχνά στο σχολικό πλαίσιο είναι: βρισιές, κοροϊδία, κοινωνική απομόνωση, διάδοση ψευδών φημών, εκβιασμός, απειλές, σπρωξίματα, κλωτσιές, χτυπήματα. Επίσης, τα παιδιά και οι έφηβοι είναι πλέον γνώστες και χρήστες του διαδικτύου. Αυτό έχει συμβάλλει ώστε να εξαπλωθεί -τα τελευταία χρόνια- το λεγόμενο cyber-bullying. Μέσα από το διαδίκτυο, λοιπόν, τα παιδιά-θύματα λαμβάνουν αρκετά συχνά απειλητικά μηνύματα σε λογαριασμούς τους (facebook κ.ά), σχολιάζονται αρνητικά και εχθρικά σε φωτογραφίες τους που ανεβάζουν στα social media, ενώ οι δράστες δε διστάζουν να ανεβάσουν μαγνητοσκοπημένο υλικό ή φωτογραφίες του θύματος χωρίς τη συγκατάθεσή του και, ακόμη, να εισβάλλουν σε λογαριασμό τους χωρίς άδεια. Όλα αυτά πληγώνουν και δημιουργούν μεγάλη ψυχολογική "βλάβη" στις ψυχές των παιδιών που εκφοβίζονται. Οι επιπτώσεις στις ψυχές των παιδιών ποικίλλουν όπως και οι αντιδράσεις τους μπροστά σε τέτοια φαινόμενα. Συναντάμε παιδιά που επιδιώκουν να αλλάξουν δρόμο μετά την επιστροφή τους από το σχολείο ώστε να αποφύγουν το δράστη/εκφοβιστή, ενώ άλλα παιδιά επιδιώκουν να παραμείνουν στο σπίτι και να μην πάνε στο σχολείο για να αποφύγουν τον εκφοβισμό.

Η γνωστοποίηση του εκφοβισμού είναι ένα δύσκολο μέρος, το οποίο αποφεύγουν τα παιδιά-θύματα με το φόβο ότι θα στιγματιστούν ως "καρφιά" και αδύναμοι. 

Αρχικά, είναι απαραίτητο το παιδί-θύμα να μιλήσει γι'αυτό που του συμβαίνει σε ένα φίλο του, στο γονιός του, στο δάσκαλο ή στον σχολικό σύμβουλο (αν υπάρχει).  Οι περισσότερες έρευνες αναφέρουν ότι η κατάσταση βελτιώνεται όταν ένα παιδί αποκαλύψει τον εκφοβισμό, κυρίως στις ηλικίες από 10 έως 13 χρονών. Σε κάθε περίπτωση, η αποκάλυψη του εκφοβισμού αυξάνει τις πιθανότητες να αλλάξει η κατάσταση προς το καλύτερο. Και αυτό γιατί, το παιδί που εκφοβίζεται έχει ανάγκη να νιώσει ασφάλεια. Η αποκάλυψη του εκφοβισμού μπορεί (και πρέπει) να συμβάλλει στην παροχή συναισθηματικής και ψυχολογικής υποστήριξης ώστε το παιδί να νιώσει άνεση, ζεστασιά, εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Η γονεϊκή παρέμβαση, μετά τη γνωστοποίηση του εκφοβισμού, μπορεί να συμβάλλει ώστε το παιδί να διαχειριστεί την κατάσταση. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι τα παιδιά νιώθουν πολύ πιο άνετα να αναφέρουν ότι εκφοβίζονται σε ένα συνομήλικό τους. Οι συνομήλικοι είναι σημαντική πηγή συναισθηματικής και κοινωνικής υποστήριξης για τα παιδιά.


Ας ενθαρρύνουμε τα παιδιά να αγκαλιάζουν τον εαυτό τους και τους άλλους όποτε χρειαστεί. Ας μη ξεχνάμε ότι τόσο το θύμα όσο και ο δράστης (αν μπορούμε να μιλάμε για θύματα και δράστες σε παιδική ηλικία) είναι παιδιά... και οι δυο έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση, εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Και οι δύο από αυτούς έχουν ανάγκη από αγκαλιά, στοργή και ζεστασιά. Και οι δύο έχουν ανάγκη από ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους . Κάποιος που είναι καλά με τον εαυτό του (είτε είναι παιδί είτε είναι ενήλικας) και έχει μεγαλώσει σε ένα ασφαλές και ενθαρρυντικό περιβάλλον δεν χρησιμοποιεί εκφοβιστικά μέσα για να επιδείξει τη δύναμή του. Κάποιος που νιώθει ασφαλής και εμπιστοσύνη στο περιβάλλον του αλλά και έχει μάθει να προστατεύει τον εαυτό του δεν φοβάται να αποκαλύψει το περιστατικό του εκφοβισμού ... προκειμένου να βρει τη ψυχική του ηρεμία.


Από την Αναστασία Δ. Φουρτάκα,
Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια.