Οι περισσότερες έρευνες εστιάζουν
την προσοχή τους στον σχολικό εκφοβισμό και , φυσικά, αυτό δικαιολογείται.
Συγκεκριμένα, στα σχολεία συναντάται:
Συγκεκριμένα, στα σχολεία συναντάται:
α) η μεγαλύτερη ασυμμετρία δύναμης
β) τα άτομα φοιτούν εκεί στην πιο ευαίσθητη περίοδο της ζωής τους, και
γ) η δυνατότητα της ελεύθερης βούλησης στενεύει.
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι ο
εκφοβισμός απουσιάζει από ΜΗ σχολικά πλαίσια. Ο χώρος της πολιτικής, λοιπόν,
αποτελεί ένα πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται τακτικά ο εκφοβισμός. Ένας σύντομος και ακριβής ορισμός για τον
εκφοβισμό είναι: «η συστηματική κατάχρηση της εξουσίας» (Smith & Sharp, 1994).
Στο πέρασμα των χρόνων, είδαμε να
ανέρχονται στην εξουσία ηγέτες όπως ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Σταλίν.
Μεγαλομανείς πολιτικοί, οι οποίοι συστηματικά εκφόβιζαν τους άλλους για να μεγιστοποιήσουν και να
παγιώσουν την εξουσία τους, με ολέθρια αποτελέσματα. Όμως ,και σε χώρες με
δημοκρατικά καθεστώτα, με προϋπολογισμούς και ισολογισμούς, αντιπολιτευτικά
κόμματα, εκλογές ανά τακτικά χρονικά διαστήματα, συνεδριάσεις στο κοινοβούλιο
και ούτω καθεξής, μπορεί να υπάρξει. και μερικές φορές όντως υπάρχει, μια
συστηματική κατάχρηση της εξουσίας, από άτομα ή ομάδες, τέτοια που δίκαια θα
μπορούσαμε να αποκαλέσουμε εκφοβισμό.
Ο εκφοβισμός στην
πολιτική έχει δημόσιο χαρακτήρα και γι’ αυτό το λόγο είναι πιο εμφανής στο κοινοβούλιο.
Η συζήτηση των επερωτήσεων στη βουλή στηρίζεται εν πολλοίς σε εκφοβιστικές
πρακτικές.
Οι ερωτήσεις
διατυπώνονται συνήθως με τους πιο παραπλανητικούς αξιοσέβαστους όρους:
Θα μπορούσε το
«αξιότιμο μέλος» να μας εξηγήσει παρακαλώ….; (Ερώτηση που υποτιμά και φέρνει σε δύσκολη θέση τον άλλον. Το
ειρωνικό και επιθετικό ύφος της συγκεκριμένης ερώτησης στοχεύει στο να ταπεινώσει και να εκθέσει τον πολιτικό αντίπαλο ως ανόητο και
ανίκανο).
Από την πλευρά του, ο
πολιτικός-στόχος σηκώνεται όρθιος, αγνοεί την ερώτηση και εκτοξεύει μια
μαχητική επίθεση στα μέλη της αντιπολίτευσης σημαίνοντας την έναρξη της
«παράστασης».
Τώρα οι
παρευρισκόμενοι ενεργούν ανάλογα με την «ατάκα» του. Κραυγές χλευασμού για τους
υποστηρικτές του φερόμενου ως δράστη, εκφράσεις αλληλεγγύης από τους φίλους του
μαχητικού ομιλητή, ενώ οι λοιποί παρευρισκόμενοι (στον σχολικό εκφοβισμό θα
λέγαμε παρατηρητές) –τα λίγα
ανεξάρτητα μέλη- παρακολουθούν ως θεατές την εξέλιξη της κατάστασης, χωρίς να αντιδρούν.
Πως θα εξελιχθεί το σενάριο εξαρτάται από τη
στάση του ομιλητή (πόσο θα υπερασπιστεί τον εαυτό του, θα αμυνθεί;) και την
υποστήριξη που θα δοθεί από το κόμμα του. Το μένος και η ένταση της επίθεσης
κάθε φορά διαφοροποιούνται. Γι ‘ αυτό ,άλλωστε,
βλέπουμε πότε πιο εντυπωσιακούς και επιθετικούς τίτλους στη διάρκεια των
ειδήσεων, στις οθόνες των τηλεοράσεων μας , και πότε πιο χαμηλών τόνων, ίσως
και αδιάφορους.
Πάντως, η συγκεκριμένη
κατάσταση είναι σχεδόν αδιέξοδη: ποτέ
δεν παθαίνει κανείς τίποτα αλλά και ούτε βελτιώνεται η κατάσταση, ενώ πολλές φορές
οι δράστες και τα θύματα εναλλάσσουν τους ρόλους τους.
Οι πολιτικοί συνήθως
χαρακτηρίζουν -επιεικώς- τις αντιπαλότητές
τους ως «σθεναρές αντιπαραθέσεις». Μετά
λύπης, όμως, διαπιστώνεται ότι δεν πρόκειται για αντιπαράθεση ούτε για
ελευθερία σκέψης. Και εδώ, θα ήταν καλό να συνδεθούν τέτοιες συμπεριφορές με
την κρίση και σύγχυση των αξιών της εποχής μας. Η υποτίμηση της στάσης και της άποψης του άλλου δεν
αποτελεί αντιπαράθεση και δεν είναι ελευθερία σκέψης!
Η διαφωνία έχει και τα όρια της… και είναι
λεπτά εκείνα τα όρια που διαχωρίζουν την αντιπαράθεση με τον εκφοβισμό. Κάποιοι
αξιολογούν αυστηρότερα τη στάση των πολιτικών, με αποτέλεσμα να αυξάνει η
περιφρόνησή τους για την πολιτική διαδικασία. Άλλοι, μιμούνται τέτοιες
συμπεριφορές και τις χρησιμοποιούν για να επιλύσουν τις διαφορές τους στην καθημερινότητα. Εξάλλου,
όταν ακολουθούν τέτοιες τακτικές πρόσωπα τα οποία κατέχουν ένα εξουσιαστικό
ρόλο , είναι αρκετά αιτιολογημένο (σε καμία περίπτωση, όμως, δικαιολογημένο) να
μυηθεί σε τέτοιες τακτικές και ο απλός πολίτης, σκεπτόμενος: «Εδώ το κάνει ο Χ πολιτικός… άρα και ηθικό
είναι και κοινωνικά αποδεκτό είναι,
και ούτε έχει τιμωρηθεί ποτέ κανείς επειδή απλά εκφράζει αντίθετη άποψη».
Παρολαυτά, αυτή η «αθώα» αντίθετη άποψη αναπαράγει βλαβερές πολιτικές και συμπεριφορές με συναισθηματικές επιπτώσεις στο στόχο.
Επιπροσθέτως, ο εκφοβισμός στην πολιτική υπάρχει τόσο μεταξύ των κομμάτων όσο και από μέρος των μελών των κομμάτων προς το λαό.
Στην έρευνά τους για
τον εκφοβισμό στον χώρο εργασίας, οι Lyons, Tivey, & Ball (1995) κατέληξαν σε έναν εύστοχο και
πλήρη ορισμό, ο οποίος μπορεί να γενικευθεί σε γενικότερα κοινωνικά πλαίσια, που
εμφανίζεται το φαινόμενο του εκφοβισμού:
«Ο εκφοβισμός είναι … η επίμονη,
προσβλητική, καταχρηστική, κακόβουλη ή υβριστική συμπεριφορά, η κατάχρηση της εξουσίας
ή άδικες ποινικές κυρώσεις, οι οποίες προκαλούν στον αποδέκτη αναστάτωση,
αίσθημα απειλής, ταπείνωσης ή αδυναμίας, υπονομεύουν την αυτοπεποίθησή του και
τον κάνουν να υποφέρει από άγχος.»
Επομένως, ο
εκφοβισμός είναι φαινόμενο ζωτικής σημασίας για την κοινωνία γενικά, μπορεί
κανείς να το συναντήσει παντού… και θέλει
ειδική εκπαίδευση προκειμένου το άτομο να μην εκφοβίζει (δράστης) ή θυματοποιείται
(θύμα) (Rigby,2008), και να αναγνωρίζει τη τρομοκρατία, τον υποβιβασμό, την εκμετάλλευση, την
απομόνωση και ότι άλλο συνιστά μέσο ψυχολογικής κακοποίησης και εξευτελισμού.
Ο εκφοβισμός δεν
αφορά μόνο χτυπήματα, σπρωξίματα, κλωτσιές ή βρισιές (δηλ. αυτό που η βιβλιογραφία
ονομάζει άμεσο εκφοβισμό) ΑΛΛΑ συγχέεται και με έμμεσες μορφές επιθετικότητας (έμμεσος εκφοβισμός), όπως διάδοση ψευδών φημών, εκβιασμός, απειλές,
ταπείνωση, παθητική άρνηση επικοινωνίας. . .
Από την Αναστασία Δ. Φουρτάκα,
Ψυχολόγο - Ψυχοθεραπεύτρια.
Από την Αναστασία Δ. Φουρτάκα,
Ψυχολόγο - Ψυχοθεραπεύτρια.